θηρευτικός

θηρευτικός
-ή, -ό (Α θηρευτικός, -ή, -όν) [θηρευτής]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι, που είναι ειδικός στο να κυνηγά, κυνηγετικός
αρχ.
1. αυτός που κυνηγά, που επιδιώκει κάτι
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ θηρευτική (ενν. τέχνη)
η θήρα, το κυνήγι
3. φρ. «θηρευτικός βίος» — η ζωή τών κυνηγών
4. μτφ. φρ. «θηρευτικὴ τέχνη ἀνθρώπων» — η τέχνη τού να προσοικειώνεσαι, να προσελκύεις ανθρώπους, Πλάτ.).
επίρρ...
θηρευτικῶς (Α)
με τρόπο θηρευτικό, κυνηγετικό, προσελκυστικό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θηρευτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρευτικός — ή, ό κυνηγετικός: Θηρευτική ικανότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θηρευτικά — θηρευτικός of neut nom/voc/acc pl θηρευτικά̱ , θηρευτικός of fem nom/voc/acc dual θηρευτικά̱ , θηρευτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρευτικῶν — θηρευτικός of fem gen pl θηρευτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρευτικόν — θηρευτικός of masc acc sg θηρευτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρευτικαί — θηρευτικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρευτικοῖς — θηρευτικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρευτικοί — θηρευτικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρευτικοῦ — θηρευτικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηρευτικούς — θηρευτικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”